«Manaus! Η παρακμή ενός μύθου: Αρχές του 1800. Κάπου στον Αμαζόνιο κρυμμένη, υπάρχει μια πολύ φτωχή κωμόπολη που τη λένε Μπάρα. Γεννήθηκε από ένα κάστρο που έχτισαν το 1669 οι Πορτογάλοι για να εποπτεύουν τους Ισπανούς. Εκεί, στις αρχές του 19ου αιώνα, 3000 ξυπόλητοι άνθρωποι ζούσαν σ’ αυτήν και εμπορεύονταν ότι μπορούσε να πουληθεί. Βραζιλιάνικα καρύδια, ξερά ψάρια, λάδι από αυγά χελώνας και άλλα. Μια αναφορά που έλαβε η Ακαδημία επιστημών του Παρισιού, της κέντρισε το ενδιαφέρον… «Υπάρχει ένα δέντρο στην Αμαζονία η Χεβέα, που μ’ ένα μόνο χάραγμα τρέχει απ’ τον κορμό της ένα υγρό άσπρο σαν γάλα. Με τον αέρα μαυρίζει και σιγά-σιγά σκληραίνει. Οι Ινδιάνοι το λένε cahutchu, που σημαίνει το δέντρο που κλαίει». Οι Πορτογάλοι που το πρόφεραν καουτσούκ, έμαθαν από τους Ινδιάνους στην αρχή να φτιάχνουν αντλίες σύριγγες, που εκείνοι χρησιμοποιούσαν για να εισπνεύσουν παραισθησιογόνα. Κι έτσι λοιπόν άνοιξε ο δρόμος που θα οδηγούσε σε μια από τις πιο σπουδαίες ανακαλύψεις της σύγχρονης βιομηχανικής τεχνολογίας.
Το πρώτο αντικείμενο από καουτσούκ που κατασκευάστηκε στην Ευρώπη, ήταν η γομολάστιχα. Από το1850 η συνεχώς αυξανόμενη διεθνής ζήτηση για το υλικό αυτό, προκάλεσε πυρετό στην Αμαζονία. Ήδη από το 1839 ο Charles Goodyear εφάρμοσε τον βουλκανισμό, κάτι που επέτρεψε τη παραγωγή των πρώτων ελαστικών για τα αυτοκίνητα. O Ιρλανδός Dunlop το 1888 εφήυρε το ελαστκό με βαλβίδα ενώ ο Γάλλος Michelin κατασκεύασε το πρώτο ελαστικό. Και έγινε το μεγάλο μπουμ! Η ζήτηση ανέβηκε στα ύψη και η Αμαζονία έχοντας το μονοπώλιο του καουτσούκ γέμισε χρυσάφι. Το φτωχό Μπαρά στις όχθες του Rio Negro, ήδη από το 1850 μετονομάστηκε στο θρυλικό πια Manaus.
Στην αυγή του 20ου αιώνα το Manaus εμπορευόταν 20000 τόνους καουτσούκ. Επρόκειτο πλέον για μια μητρόπολη με 50000 κατοίκους όχι κουρελιάρηδες, αλλά ντυμένους με τη τελευταία λέξη της Παρισινής μόδας. Όλα λογαριάζονται σε χρυσό και η σαμπάνια το κονιάκ και το ουίσκυ ρέουν άφθονα. Τα πλοία που φορτώνουν το καουτσούκ για τη Νέα Υόρκη και το Λίβερπουλ, ξεφορτώνουν πλήθος από τραπεζίτες και ωραίες γυναίκες. Η πόλη επεκτείνεται. Στα 16 km των μεγάλων λεωφόρων της κινούνται ηλεκτρικά τραμ, όταν στη Βοστώνη τα τραμ τα σέρνουν ακόμα άλογα. Το 1897 φτάνει κατεπειγόντως στο Manaus το τηλέφωνο και οι συνδρομητές των τηλεφώνων (πάνω από 300), τηλεφωνούσαν κάθε πρωί στα μεγάλα χρηματιστήρια του κόσμου για να καθορίσουν τις τιμές του καουτσούκ. Ένα καταπληκτικό θέατρο χτίζεται και ο χρυσός μύθος του Manaus ξεφεύγει πέρα από κάθε φαντασία. Καθιερώνεται τακτική υπερατλαντική γραμμή με ατμόπλοια. Το 1908-1910 το Manaus φτάνει στο αποκορύφωμα της δόξας του. Εξάγει περίπου 80000 τόνους ακατέργαστο καουτσούκ. Μόνο τα δικαιώματα εξόδου από τη Βραζιλία, καλύπτουν το 40% του χρέους της χώρας. Όμως, κάποιοι φρόντισαν 30 χρόνια πριν και μετέφεραν λαθραία σπόρους Χεβέας στη Μαλαισία. Τεράστιες φυτείες αναπτύχθηκαν. Κι έτσι, εκεί περίπου κάπου στα 1910, αρχίζει η πτώση της “αυτοκρατορίας”. Οι τιμές κόστους και η απόδοση των δέντρων που με τα χρόνια απομυζήθηκαν άγρια, καθιστούν κάθε ανταγωνισμό αδύνατο. Αρχίζουν λοιπόν οι χρεοκοπίες. Το 1912 όλοι πια πουλούν με ζημιά και ότι χτίστηκε, καταρρέει ως δια μαγείας μέσα σε μια νύχτα. Οι χτεσινοί μεγιστάνες πουλάνε όσο-όσο κοσμήματα, έπιπλα και έργα τέχνης. Τα καράβια φεύγουν γεμάτα και όλοι γυρεύουν απεγνωσμένα ένα εισιτήριο για την Ευρώπη.
Τίποτε δεν μένει το ίδιο, παρά μόνο ίσως η απάθεια στο βλέμμα των φτωχών. Τα παιδιά παίζουν και πάλι ξυπόλητα μέσα στη κόκκινη σκόνη, κάτω απ’ το βλέμμα του πράσινου τρούλλου του θεάτρου των Αμαζόνων. Κι ο χρόνος, που τρέχει αμείλικτα, μας φέρνει στο σήμερα. Τα παιδιά του Manaus παίζουν ακόμα ξυπόλητα μέσα στην ίδια κόκκινη σκόνη. Κι αυτό, στέκει όρθιο και ακόμα φτωχό, για να μας θυμίζει μέσα στη παρακμή του πόσο εφήμερη ήταν η δόξα και τα πλούτη του».