MALTA
«Malta – the ancient Melita: Η Μάλτα κατοικείται από το 5200 π.Χ. περίπου. Ένας σημαντικός προϊστορικός νεολιθικός πολιτισμός, χαρακτηριζόμενος από μεγαλιθικά, κτίσματα υπήρξε στα νησιά. Τα πρώτα κτίσματα χρονολογούνται από το 3500 π.Χ. και προηγούνται των πυραμίδων της Γκίζας κατά χίλια χρόνια. Ο ναός του Άγκαρ Κιμ, ο οποίος χρονολογείται μεταξύ 3500 και 2500 π.Χ, βρίσκεται σε ένα λόφο στο νότιο άκρο του νησιού της Μάλτας. Κοντά στο Άγκαρ Κιμ βρίσκεται ακόμη ένας σημαντικός ναός, το Μνάιντρα. Ο λαός ή κοινότητα που έκτισε αυτά τα οικοδομήματα πιθανολογείται ότι ήταν Ελληνικά Φύλα. Οι Έλληνες αποίκισαν τα νησιά γύρω στο 1000 π.Χ. και τα χρησιμοποίησαν ως ορμητήριο από το οποίο έκαναν εξερευνήσεις στη θάλασσα και διεξήγαγαν εμπόριο στη Μεσόγειο. Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν εδραιωμένη κυριαρχία στο νησί και έδωσαν κατά πάσα πιθανότητα το όνομα σε αυτό, αφού την ονόμαζαν Μελίτα (Μάλτα), το οποίο συνδέεται με την λέξη “μέλι” (αυτό είναι η επίσημη εκδοχή της Μάλτας σήμερα). Πιθανολογείται ότι και οι Φοίνικες εμφανίστηκαν στα πλαίσια των εμπορικών τους εξορμήσεων.
Τα νησιά αργότερα κατακτήθηκαν από την Καρχηδόνα (400 π.Χ.) κι έπειτα από τους Ρωμαίους (218 π.Χ.). Τα νησιά ευημέρησαν υπό τη ρωμαϊκή κυριαρχία, κατά τη διάρκεια της οποίας θεωρούνταν Municipium και Foederata Civitas. Πολλές ρωμαϊκές αρχαιότητες εξακολουθούν να υπάρχουν, δείχνοντας τους στενούς δεσμούς που είχαν οι κάτοικοι της Μάλτας με τη Ρώμη. Το 60 μ.Χ. επισκέφθηκε τα νησιά ο Απόστολος Παύλος, ο οποίος λέγεται ότι ναυάγησε στις ακτές του Κόλπου του Αποστόλου Παύλου. Μελέτες των ρευμάτων και των ανέμων που επικρατούν, όμως, δείχνουν είναι πιο πιθανό το ναυάγιο να έγινε κοντά στον Κόλπο του Αγίου Θωμά στη Μαρσασκάλα. Μετά από μια περίοδο βυζαντινής κυριαρχίας (4ος-9ος αιώνας) και πιθανή λεηλασία από του Βανδάλους, τα νησιά κατακτήθηκαν από τους Αγλαβίδες Άραβες το 870 μ.Χ. Οι Άραβες, που σε γενικές γραμμές ανέχονταν τους χριστιανούς, εισήγαγαν την καλλιέργεια εσπεριδοειδών και βαμβακιού, καθώς και συστήματα άρδευσης. Η αραβική επίδραση είναι πιο εμφανής στα σύγχρονα μαλτέζικα, τα οποία έχουν επίσης πολλές επιδράσεις από τις ρομανικές γλώσσες και γράφονται σε μια διασκευή του λατινικού αλφαβήτου. Η αραβική κυριαρχία κράτησε μέχρι το 1091, όταν τα νησιά τα κατέλαβαν οι Νορμανδοί της Σικελίας. Έπειτα η Μάλτα κατακτήθηκε από το Ανζού (Γαλλία), το Χοενστάουφεν (Γερμανία) και το Βασίλειο της Αραγωνίας (1283). Αυτή την περίοδο καθιερώθηκαν και οι Μαλτέζοι ευγενείς, με κάποιους να χρονολογούνται από το 1400. Περίπου 32 τίτλοι ευγένειας χρησιμοποιούνται και σήμερα. Το 1530 ο Άγιος Ρωμαίος Αυτοκράτορας Κάρολος Ε’ της Ισπανίας έδωσε τα νησιά στο Τάγμα των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ. Το Βασίλειο της Αραγωνίας κατείχε τα νησιά ως μέρος της Μεσογειακής του αυτοκρατορίας για κάποιο διάστημα. Αυτοί οι ιππότες, ένα στρατιωτικό θρησκευτικό τάγμα που είναι σήμερα γνωστό ως οι “Ιππότες της Μάλτας”, διώχθηκαν από τη Ρόδο από τους Οθωμανούς το 1552. Άντεξαν μεγάλη πολιορκία από τους Οθωμανούς το 1565, οι οποίοι την εποχή εκείνη είχαν πολύ μεγάλη δύναμη. Μετά από αυτό αποφάσισαν να ενισχύσουν τις οχυρώσεις τους, ιδιαίτερα στην περιοχή του εσωτερικού λιμανιού όπου κτίστηκε η νέα πόλη Βαλέτα. Η κυριαρχία των Ιπποτών τέλειωσε όταν ο Ναπολέων Βοναπάρτης κατέλαβε τη Μάλτα καθ’ οδόν για την Αίγυπτο το 1798. Ξεγελώντας τους, ο Ναπολέων ζήτησε από τους Ιππότες να αράξει στο λιμάνι για προμήθειες και μετά, αφού μπήκε μέσα στη Βαλέτα, έστρεψε τα όπλα του εναντίον των οικοδεσποτών του. Ο διοικητής των Ιπποτών συνθηκολόγησε και ο Ναπολέων έμεινε στη Μάλτα για λίγες μέρες, κατά τη διάρκεια των οποίων ρήμαξε συστηματικά την κινητή περιουσία του Τάγματος, και εγκαθίδρυσε δική του διοίκηση. Έπειτα έφυγε για την Αίγυπτο, αφήνοντας στη Μάλτα σημαντική στρατιωτική δύναμη. Οι Γάλλοι κατακτητές δεν ήταν καθόλου δημοφιλείς, κυρίως λόγω της αρνητικής τους στάσης έναντι στη θρησκεία. Οι οικονομικές και θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις δεν άρεσαν στους πολίτες, οι οποίοι εξεγέρθηκαν με αποτέλεσμα οι Γάλλοι να περιοριστούν στις οχυρώσεις. Η Μεγάλη Βρετανία, μαζί με το Βασίλειο των δύο Σικελιών, έστειλε πολεμοφόδια και βοήθεια στους εξεγερθέντες. Η Βρετανία έστειλε επίσης ναυτικό για να αποκλείσει τα νησιά. Οι απομονωμένες γαλλικές δυνάμεις παραδόθηκαν το 1800 και το νησί έγινε βρετανικό προτεκτοράτο. Το 1814, βάσει της Συνθήκη των Παρισίων, η Μάλτα έγινε επίσημα μέρος της Βρετανικής αυτοκρατορίας και χρησιμοποιήθηκε ως διαμετακομιστικός σταθμός και αρχηγείο του στόλου. Η θέση της Μάλτας, στα μέσα μεταξύ του Γιβραλτάρ και της Διώρυγας του Σουέζ, αποδείχτηκε στρατηγικής σημασίας και θεωρείτο σημαντικός σταθμός προς την Ινδία. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 ο βρετανικός στόλος στη Μεσόγειο, ο οποίος την εποχή εκείνη συνεισέφερε στο εμπόριο του νησιού όσο κανείς άλλος παράγοντας, μεταφέρθηκε στην Αλεξάνδρεια για οικονομικούς λόγους. Η Μάλτα έπαιξε σημαντικό ρόλο κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, λόγω της γειτνίασής της με τις ναυτιλιακές γραμμές των Δυνάμεων του Άξονα. Η γενναιότητα των Μαλτέζων στον μακρύ αγώνα κατά των εχθρικών επιθέσεων ώθησε τον βασιλιά Γεώργιο Στ’ να απονείμει στις 15 Απριλίου 1942 τον Σταυρό του Γεωργίου συλλογικά στη Μάλτα, ως “μαρτυρία για τον ηρωισμό και την αφοσίωση που θα μείνει στην ιστορία”. Το έμβλημα του Σταυρού του Γεωργίου εμφανίζεται στη σημαία της Μάλτας, με κόκκινο περίγραμμα».